ὑπουργέω: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπουργέω:''' ([[ὑπουργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] ή [[βοήθεια]] σε κάποιον, [[υπηρετώ]], [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· χρηστὰ [[ὑπουργέω]] (ενν. <i>τοῖς Ἀθηναίοισι</i>), τους [[παρέχω]] [[καλή]] [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὑπουργέω]] χάριντινί, σε Αισχύλ. — Παθ., <i>τὰ ὑπουργημένα</i>, οι προσφερόμενες, παρεχόμενες υπηρεσίες, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑπουργέω:''' ([[ὑπουργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] ή [[βοήθεια]] σε κάποιον, [[υπηρετώ]], [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· χρηστὰ [[ὑπουργέω]] (ενν. <i>τοῖς Ἀθηναίοισι</i>), τους [[παρέχω]] [[καλή]] [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὑπουργέω]] χάριντινί, σε Αισχύλ. — Παθ., <i>τὰ ὑπουργημένα</i>, οι προσφερόμενες, παρεχόμενες υπηρεσίες, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπουργέω:''' оказывать услугу или помощь (τινι Her., Aesch., Thuc.): χρηστὰ ὑ. Her. оказывать важные услуги; ὑπούργησον [[τάδε]], sc. [[ἐμοί]] Soph. окажи мне в этом помощь; τὰ ὑπουργημένα Her. услуги, благодеяния; ἢν τὰ ἐπὶ τούτοις ὑπουργῶσιν Thuc. если они окажут в этом помощь. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ὑποργέω,
A like ὑπηρετέω, render service or help to one, assist, c. dat., Hdt.8.110, Democr.255, PCair.Zen.176.297 (iii B. C.), etc.; ὑ. τισὶ ἔργῳ Th.6.88:—Pass., μὴ κάμνων ὑπὸ καμνόντων ὑ. receive assistance, Epict.Gnom.Fr.24. 2 c. acc. rei, χρηστὰ ὑ. (sc. τοῖς Ἀθηναίοισι) do them good service, Hdt.8.143, cf. 7.38, S.Aj. 681, El.461, Ph.143 (lyr.), Antipho 4.3.4, Th.7.62; τὰ δίκαια Gorg. Fr.21; ὑ. χάριν τινί A.Pr.635, E.Alc.842; of a woman, τισὶ ὑ. πρὸς χάριν Anaxil.21.2; furnish, βεβαίαν κατάληψιν Aristid.Quint.1.3:— Pass., τὰ ὑποργημένα services done or rendered, Hdt.9.109. 3 abs., S.Ph.53; τὰ τῆς κοιλίης ὑ. do their duty, Hp.Morb.3.15. 4 c. dat. rei, assist or promote, τῇ καθάρσει ibid.
German (Pape)
[Seite 1238] wie ὑπηρετέω, Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; χάριν τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; ὁτιοῦν, Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργέω: ὡς τὸ ὑπηρετέω, ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, προσφέρω ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν ἔργον... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι χάριν Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· οὕτως, ὑπ. χάριν τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς χάριν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., βοηθῶ, προάγω, βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre service, se montrer secourable : τινι à qqn, ou aider à qch ; τι aider, être secourable en qch ; τινί τι à qqn en qch ; τὰ ὑπουργημένα HDT les services rendus, les bienfaits.
Étymologie: ὑπουργός.
Greek Monotonic
ὑπουργέω: (ὑπουργός), μέλ. -ήσω, προσφέρω υπηρεσία ή βοήθεια σε κάποιον, υπηρετώ, βοηθώ, συντρέχω, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· χρηστὰ ὑπουργέω (ενν. τοῖς Ἀθηναίοισι), τους παρέχω καλή υπηρεσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπουργέω χάριντινί, σε Αισχύλ. — Παθ., τὰ ὑπουργημένα, οι προσφερόμενες, παρεχόμενες υπηρεσίες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπουργέω: оказывать услугу или помощь (τινι Her., Aesch., Thuc.): χρηστὰ ὑ. Her. оказывать важные услуги; ὑπούργησον τάδε, sc. ἐμοί Soph. окажи мне в этом помощь; τὰ ὑπουργημένα Her. услуги, благодеяния; ἢν τὰ ἐπὶ τούτοις ὑπουργῶσιν Thuc. если они окажут в этом помощь.