διάρριψις: Difference between revisions
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάρριψις:''' -εως, ἡ, [[διασκορπισμός]], [[διάχυση]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διάρριψις:''' -εως, ἡ, [[διασκορπισμός]], [[διάχυση]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάρριψις:''' εως ἡ разбрасывание, раскидывание (sc. τῶν σκευῶν Xen.; τῶν ἱερῶν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A scattering, X.An.5.8.7, Thphr.HP6.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
διάρριψις: -εως, ἡ, διασκορπισμός, διασκόρπισις, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 7, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διαρρίπτω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de arrojar a un lado y otro, dispersiónde unos equipajes, X.An.5.8.7, de las semillas, Thphr.HP 6.3.4, c. gen. τῶν ἱερῶν Plu.Lys.27, ἀνθρωπείων ὀστῶν I.AI 18.30, ret. del estilo, Demetr.Eloc.68.
Greek Monotonic
διάρριψις: -εως, ἡ, διασκορπισμός, διάχυση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διάρριψις: εως ἡ разбрасывание, раскидывание (sc. τῶν σκευῶν Xen.; τῶν ἱερῶν Plut.).