κλισίηθεν: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλῐσίηθεν:''' επίρρ., έξω από ή από μια [[καλύβα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κλῐσίηθεν:''' επίρρ., έξω από ή από μια [[καλύβα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῐσίηθεν:''' adv. из палатки, из шалаша Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A out of or from the hut, Il.1.391, etc.
German (Pape)
[Seite 1455] aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐσίηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ καλύβης, Ἰλ. Α. 391, κτλ.· πρβλ. κλισία Ι.
French (Bailly abrégé)
adv.
hors de la tente.
Étymologie: κλισίη, -θεν.
English (Autenrieth)
from the hut, from the barrack.
Greek Monolingual
κλισίηθεν (Α)
επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / -η + επιρρμ. κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως].
Greek Monotonic
κλῐσίηθεν: επίρρ., έξω από ή από μια καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κλῐσίηθεν: adv. из палатки, из шалаша Hom.