ὀμοργάζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμοργάζω:''' = [[ὀμόργνυμι]], [[σκουπίζω]], [[σφουγγίζω]], γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠμόργαζε</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''ὀμοργάζω:''' = [[ὀμόργνυμι]], [[σκουπίζω]], [[σφουγγίζω]], γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠμόργαζε</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμοργάζω:''' HH = [[ὀμόργνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ὀμόργνυμι, wipe off, ὠμόργαζε h.Merc.361 (cj. Ilgen for ὡμάρταζε).
German (Pape)
[Seite 339] = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμοργάζω: ὀμόργνυμι, ἀποσπογγίζω, ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
French (Bailly abrégé)
c. ὀμόργνυμι.
Greek Monolingual
ὀμοργάζω (Α)
σφουγγίζω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ- του ὀμόργνυμι + κατάλ. -άζω].
Greek Monotonic
ὀμοργάζω: = ὀμόργνυμι, σκουπίζω, σφουγγίζω, γʹ ενικ. παρατ. ὠμόργαζε, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ὀμοργάζω: HH = ὀμόργνυμι.