πύξινος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πύξῐνος:''' -η, -ον ([[πύξος]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] θάμνου (<i>πύξου</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''πύξῐνος:''' -η, -ον ([[πύξος]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] θάμνου (<i>πύξου</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πύξῐνος:''' самшитовый, буксовый ([[ζυγόν]] Hom.; [[κτείς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύξῐνος Medium diacritics: πύξινος Low diacritics: πύξινος Capitals: ΠΥΞΙΝΟΣ
Transliteration A: pýxinos Transliteration B: pyxinos Transliteration C: pyksinos Beta Code: pu/cinos

English (LSJ)

η, ον, (πύξος)

   A made of box-wood, ζυγόν Il.24.269; πλαισίω (dual) IG12.373.203; κλίνη Pl.Com.34; πόδες κλίνης PGrenf.1.14.7 (ii B.C., cf. 2p.211); ἁλία Archipp.13; φόρμιγξ Theoc.24.110; κτένα AP6.211 (Leon.).    2 -ινον, τό, box-wood tablet, PGrenf.1.14.12 (ii B.C., pl.).    II yellow as box-wood, Χαιρεφῶν ὁ π. Eup.239, cf. Philostr.VS1Praef., Sch.Ar.V.1399, etc.; pyxinum [collyrium], Cels. 6.6.25.

German (Pape)

[Seite 818] von Buxbaumholz; ζυγόν, Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, κτείς, Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399.

Greek (Liddell-Scott)

πύξῐνος: -η, -ον, (πύξος) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. κίτρινος ὡς τὸ ξύλον τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de buis.
Étymologie: πύξος.

English (Autenrieth)

(πύξος): of box-wood, Il. 24.269†.

Greek Monolingual

-η, -ο / πύξινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και πυξίνεος, -έα, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κίτρινος όπως το ξύλο της πύξου, ωχρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον
πινακίδα από πύξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος και -ίνεος (παρεκτεταμένη μορφή της -ινος), πρβλ. κέδρ-ινος και κεδρ-ίνεος].

Greek Monotonic

πύξῐνος: -η, -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πύξῐνος: самшитовый, буксовый (ζυγόν Hom.; κτείς Anth.).