συγκατάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατάκειμαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγκατάκειμαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατάκειμαι:''' (воз)лежать вместе или рядом Arph., Plat.: οἱ συγκατακείμενοι Plut. возлежащие рядом за столом, соседи-сотрапезники.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάκειμαι Medium diacritics: συγκατάκειμαι Low diacritics: συγκατάκειμαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: synkatákeimai Transliteration B: synkatakeimai Transliteration C: sygkatakeimai Beta Code: sugkata/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A lie with, of sexual intercourse, ἀνδράσι Ar.Ec.614 (anap.): abs., Pl.Smp.191e, Phdr.255e.    2 recline with at meals, δεσπότῃ, of a dog, Gal.18(1).291: abs., οἱ συγκατακείμενοι the guests, Plu. 2.660a.

German (Pape)

[Seite 965] (s. κεῖμαι), zugleich mit Einem od. zusammenliegen, Ar. Eccl. 614; ὅταν συγκατακέωνται, Plat. Phaedr. 256 a, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάκειμαι: παθητ., συγκοιμῶμαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἀνδράσι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 614· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 191Ε. Φαῖδρ. 255Ε. 2) ἀνάκειμαι ὁμοῦ ἐν δείπνῳ, οἱ συγκατακείμενοι, οἱ συνδαιτυμόνες, Πλούτ. 2. 660Α.

French (Bailly abrégé)

être couché avec qqn sur un lit de table : οἱ συγκατακείμενοι PLUT les convives.
Étymologie: σύν, κατάκειμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
κοιμάμαι μαζί με κάποιον και έρχομαι σε σαρκική μίξη
αρχ.
1. παρακάθημαι σε δείπνο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) οἱ συγκατακείμενοι
οι συνδαιτυμόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, παρακάθημαι σε συμπόσιο»].

Greek Monolingual

ΜΑ
κοιμάμαι μαζί με κάποιον και έρχομαι σε σαρκική μίξη
αρχ.
1. παρακάθημαι σε δείπνο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) οἱ συγκατακείμενοι
οι συνδαιτυμόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, παρακάθημαι σε συμπόσιο»].

Greek Monotonic

συγκατάκειμαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάκειμαι: (воз)лежать вместе или рядом Arph., Plat.: οἱ συγκατακείμενοι Plut. возлежащие рядом за столом, соседи-сотрапезники.