προσαναφέρω: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀναφέρω]]<br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[κοινοποιώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ζητώντας ταυτόχρονα τη [[συμβουλή]] του<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου σχετικά με ένα [[ζήτημα]], συμβουλεύομαι κάποιον<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> [[λατρεύω]] τον θεό. | |mltxt=Α [[ἀναφέρω]]<br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[κοινοποιώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ζητώντας ταυτόχρονα τη [[συμβουλή]] του<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου σχετικά με ένα [[ζήτημα]], συμβουλεύομαι κάποιον<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> [[λατρεύω]] τον θεό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαναφέρω:''' <b class="num">1)</b> поднимать (τὰ ὑγρὰ προσαναφέρεται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обращаться (за указанием), докладывать (τινὶ περί τινος Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A make a supplementary declaration, PPetr.3p.195 (iii B.C.):—Pass., UPZ14.75 (ii B.C.). 2 report, τί τινι Aristeas 29, PGrenf.1.11 ii 8 (ii B.C.), UPZ119.47 (ii B.C.), etc.:—Pass., Aristeas 30. II refer to any one for advice, π. τῇ συγκλήτῳ περί τινος Plb.18.9.10, cf. Phld.Lib.p.20 O., D.H.6.56; π. τῇ βουλῇ περί τινος IG14.758, cf. 760 (both Naples, i A.D.): abs., Plb.31.11.4; π. τοῖς μάντεσι D.S.17.116.
German (Pape)
[Seite 750] (s. φέρω), hinzu-, hinaustragen, zur Berathung od. Bestätigung vortragen, τῇ συγκλήτῳ περὶ τῶν προσπιπτόντων, Pol. 17, 9, 10; τ ῇ βουλῇ, D. Hal. 6, 56; τοῖς μάντεσι, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναφέρω: ἀναφέρομαι εἴς τινα πρὸς συμβουλήν, ζητῶ τὴν γνώμην τινός, προσαναφέρειν τῇ συγκλήτῳ περὶ τῶν προσπιπτόντων Πολύβ. 17. 9, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 56· πρ. τῇ βουλῇ περί τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 5836, πρβλ. 5838, 18· καὶ ἀπολ., Πολύβ. 31. 19, 4· οὕτω τοῖς μάντεσι προσανέφερε περὶ τῶν προσημαινομένων Διόδ. 17. 116.
Greek Monolingual
Α ἀναφέρω
1. δηλώνω κάτι επιπροσθέτως
2. κοινοποιώ κάτι σε κάποιον
3. αναφέρω σε κάποιον κάτι ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του
4. ζητώ τη γνώμη κάποιου σχετικά με ένα ζήτημα, συμβουλεύομαι κάποιον
5. εκκλ. λατρεύω τον θεό.
Russian (Dvoretsky)
προσαναφέρω: 1) поднимать (τὰ ὑγρὰ προσαναφέρεται Arst.);
2) обращаться (за указанием), докладывать (τινὶ περί τινος Polyb.).