διακεάζω: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διακεάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[κόβω]], [[σχίζω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''διακεάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[κόβω]], [[σχίζω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακεάζω:''' раскалывать (ξύλα Hom. - in tmesi). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.
German (Pape)
[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.
Greek (Liddell-Scott)
διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.
Greek Monolingual
διακεάζω (Α) κεάζω
κόβω στα δύο, σχίζω στα δύο.
Greek Monotonic
διακεάζω: μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
διακεάζω: раскалывать (ξύλα Hom. - in tmesi).