κεραυνοβρόντης: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεραυνοβρόντης:''' -ου, ὁ ([[βροντάω]]), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κεραυνοβρόντης:''' -ου, ὁ ([[βροντάω]]), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεραυνοβρόντης:''' ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом ([[Ζεύς]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A thunderer, Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.Pax376.
German (Pape)
[Seite 1423] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. βροντησικέραυνος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui tonne en foudroyant.
Étymologie: κεραυνός, βροντάω.
Greek Monolingual
κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστρο-βρόντης, καρτερο-βρόντης.
Greek Monotonic
κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ (βροντάω), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβρόντης: ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом (Ζεύς Arph.).