ὀδαξησμός: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(28) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαγ</i>-<i>ησμός</i>)]. | |mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαγ</i>-<i>ησμός</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδαξησμός:''' v. l. [[ὀδαξισμός]] и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ὀδαγμός, Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu. 2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt -ισμός.)
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.
Greek Monolingual
ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγ-ησμός)].
Russian (Dvoretsky)
ὀδαξησμός: v. l. ὀδαξισμός и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut.