πολύσχιστος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύσχιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] παρακλάδια, [[κέλευθα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πολύσχιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] παρακλάδια, [[κέλευθα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύσχιστος:''' <b class="num">1)</b> разветвленный: κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Soph. на одной из расходящихся дорог;<br /><b class="num">2)</b> расколотый, многообразный ([[ἀτρεκίη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A split into many parts, branching, κέλευθοι S.OC1592.
German (Pape)
[Seite 674] vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευθα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσχιστος: -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
c. πολυσχιδής.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
πολύσχιστος: -ον, αυτός που έχει πολλά παρακλάδια, κέλευθα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσχιστος: 1) разветвленный: κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Soph. на одной из расходящихся дорог;
2) расколотый, многообразный (ἀτρεκίη Anth.).