ἀκήριος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκήριος:''' (Α), -ον, [[αβλαβής]] από τις <i>Κῆρες</i>, [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]], [[άκακος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[ἀκήριος]]:</b> (Β), -ον, ([[κῆρ]]), [[άκαρδος]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρίς]] [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άκαρδος]], [[δειλός]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀκήριος:''' (Α), -ον, [[αβλαβής]] από τις <i>Κῆρες</i>, [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]], [[άκακος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[ἀκήριος]]:</b> (Β), -ον, ([[κῆρ]]), [[άκαρδος]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρίς]] [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άκαρδος]], [[δειλός]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκήριος:''' [[κῆρ]]<br /><b class="num">1)</b> бездыханный, безжизненный Hom.;<br /><b class="num">2)</b> малодушный, трусливый Hom.<br />[κήρ]<br /><b class="num">1)</b> невредимый, целый (ναῦται, [[ἄνδρες]] Hom.; [[ῥάβδος]] HH);<br /><b class="num">2)</b> безвредный, т. е. ничего дурного не сулящий (ἡμέραι Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ον,
A unharmed by the Κῆρες; generally, unharmed, Od. 12.98, 23.328, h.Merc.530, Nic.Th.190, Call.Ap.41, A.R.3.466; ψυχαὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, free from power of the Fates, Ps.-Phoc.99. II having no κῆρ, i.e. with no fortune attached to them, ἡμέραι Hes.Op. 823. III harmless, πάμπαν δ' ἄμωμος οὔτις οὐδ' ἀ. Semon.4, cf. Nic.Th.771.
ἀκήριος (B), ον, (κῆρ)
A without heart, i.e., I lifeless, Hom. (not in Od.), ἀκήριον αἶψα τίθησι Il.11.392. cf. 21.466. II heartless, spiritless, σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον ib.5.812, cf. 13.224; ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι 7.100; ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον A.R.2.197.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήριος: (Α), ον, ἀβλαβής ὑπὸ τῶν Κηρῶν, καθόλου ἀβλαβής, Ὅμ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι), Ὀδ. Μ. 98., Ψ. 328· ψυχραὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, ἀπηλλαγμέναι τῶν Κηρῶν, μὴ ὑποκείμεναι αὐταῖς, Ψευδο-Φωκυλ. 99. ΙΙ. ἐνεργ, ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, ῥάβδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
non atteint par le génie de la mort, qui demeure sauf.
Étymologie: ἀ, κήρ.
2ος, ον :
1 privé de vie;
2 sans courage, lâche.
Étymologie: ἀ, κῆρ.
English (Autenrieth)
(1) (κήρ): unharmed.
(2) (κῆρ): (1) dead.—(2) spiritless, cowardly; δέος, Il. 5.812.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin corazón, sin coraje, sin ánimo ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον Il.5.812, cf. Il.13.224, ἥμενοι ἕκαστοι ἀκήριοι Il.7.100, ὄνειρον un sueño falto de vigor A.R.2.197.
2 sin corazón, muerto ἀκήριον αἶψα τίθησι Il.11.392, cf. Il.21.466.
-ον
I no dañado o mutilado, indemne ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται παρφυγέειν Od.12.98, ἄνδρες Od.23.328, ῥάβδον ... ἀκήριον ἥ σε φυλάξει h.Merc.530, cf. Nic.Th.190, A.R.3.466
•inmunedel lugar donde caen gotas de la melena de Apolo ἀκήρια πάντ' ἐγένοντο Call.Ap.41
•de pers. libre de infortunio Semon.5.
II 1sin κήρ o destino establecido ἡμέραι Hes.Op.823.
2 sin κήρ o muerte, inmortal ψυχαί Ps.Phoc.105.
III que no daña, inocuo σκορπίος Nic.Th.771.
Greek Monolingual
(I)
ἀκήριος, -ιον (Α) [κὴρ, η]
1. αυτός που δεν τον έβλαψαν, δεν τον πείραξαν οι κήρες και γεν. άβλαβος, απείραχτος
2. αβλαβής, ακίνδυνος
3. άδολος, άκακος.———————— (II)
ἀκήριος, -ον (Α) [κῆρ, το]
1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή
2. δειλός, άψυχος.
Greek Monotonic
ἀκήριος: (Α), -ον, αβλαβής από τις Κῆρες, αβλαβής, ανέπαφος, σε Ομήρ. Οδ.
II. Ενεργ., αβλαβής, ακίνδυνος, άκακος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
• ἀκήριος: (Β), -ον, (κῆρ), άκαρδος, δηλ.
I. ο χωρίς ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. άκαρδος, δειλός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκήριος: κῆρ
1) бездыханный, безжизненный Hom.;
2) малодушный, трусливый Hom.
[κήρ]
1) невредимый, целый (ναῦται, ἄνδρες Hom.; ῥάβδος HH);
2) безвредный, т. е. ничего дурного не сулящий (ἡμέραι Hes.).