συμβούλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβούλομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. -[[βεβούλημαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θέλω]] ή [[επιθυμώ]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[συναινώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''συμβούλομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. -[[βεβούλημαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θέλω]] ή [[επιθυμώ]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[συναινώ]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβούλομαι:''' желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]] Plut. договорившись со своей женой.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβούλομαι Medium diacritics: συμβούλομαι Low diacritics: συμβούλομαι Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΟΜΑΙ
Transliteration A: symboúlomai Transliteration B: symboulomai Transliteration C: symvoylomai Beta Code: sumbou/lomai

English (LSJ)

   A will or wish together with, συμβούλου μοι θανεῖν E.Hec.373; ταῦτα X.HG6.5.34 (v.l.): c. inf., agree with in a wish, τινι Pl.Cra.414e, La.189a: abs., consent, Id.Lg.718b, Euthd.298b, SIG364.50 (Ephesus, iii B.C.); agree together, c. acc. et inf., D.15.22 (cj.).

German (Pape)

[Seite 980] dep. pass. (s. βούλομαι), zugleich wollen mit Einem, συμβούλου μοι θανεῖν, Eur. Hec. 373; Plat. Crat. 414 e Lach. 189 a Euthyd. 298 b; Plut. Pomp. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλομαι: ἀποθ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. πρκμ.: ― θέλω ἢ ἐπιθυμῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβούλου δέ μοι θανεῖν, πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ’ ἀξίαν τυχεῖν, «σὺν ἐμοὶ δὲ βούλου θανεῖν ἐμὲ προτοῦ τυχεῖν αἰσχρῶν παρ’ ἀξίαν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 373. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 414Ε, Λάχ. 189Α. 3) ἀπολ., συγκατατίθεμαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 718Β, ἐν Εὐθυδ. 298Β.

French (Bailly abrégé)

vouloir ensemble ou avec : σ. τινὶ θανεῖν EUR vouloir mourir avec qqn.
Étymologie: σύν, βούλομαι.

Greek Monolingual

Α
θέλω κι εγώ, επιθυμώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βούλομαι «επιθυμώ»].

Greek Monolingual

Α
θέλω κι εγώ, επιθυμώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βούλομαι «επιθυμώ»].

Greek Monotonic

συμβούλομαι: μέλ. -ήσομαι, παρακ. -βεβούλημαι, αποθ.·
1. θέλω ή επιθυμώ από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.
2. συμφωνώ με κάποιον, τινι, σε Πλάτ.· απόλ., συναινώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συμβούλομαι: желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Plut. договорившись со своей женой.