διάκορος: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάκορος:''' -ον, κορεσμένος, [[πλήρης]], <i>τινός</i> με [[κάτι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''διάκορος:''' -ον, κορεσμένος, [[πλήρης]], <i>τινός</i> με [[κάτι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάκορος:''' <b class="num">1)</b> насыщенный: ἐπεὰν δ. ἡ γῆ γένηται πίνουσα τὸ [[ὕδωρ]] Her. когда земля вдоволь напитается водой;<br /><b class="num">2)</b> пресытившийся: διάκοροι [[ἀλλήλων]] Xen. надоевшие друг другу. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A satiated, c. gen., ἀλλήλων X.Lac.1.5: abs., σῶμα δ. Plu.2.006a: saturated with rain, Hdt.3.117; δ. ἤδη τοῦτο this is quite enough, Gal.7.49S. Adv. -ρως immoderately, πίνειν D.C.68.7.
Greek (Liddell-Scott)
διάκορος: -ον, κεκορεσμένος, πλήρης, τινὸς Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Λακ. 1, 5. - Ἐπίρρ. -ρως, ἀμέτρως, Δίων Κ. 68. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 complètement rassasié de, gén.;
2 fig. dégoûté de, gén..
Étymologie: διά, κόρος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1saciado, harto ἐπεὰν δ. ἡ γῆ ... γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Hdt.3.117, cf. Thphr.CP 2.1.5 (cód.), σῶμα Plu.2.995f
•c. gen. ἀλλήλων ref. a marido y mujer, X.Lac.1.5.
2 suficiente διάκορον μὲν γὰρ ἤδη τοῦτο pues con esto ya es suficiente Gal.7.498.
II adv. -ως hasta la saciedad, inmoderadamente τοῦ ... οἴνου δ. ἔπινε D.C.68.7.4, ὁ ... Δημοσθένης ... φεύγει τὸ κεχρῆσθαι ταύταις δ. Syrian.in Hermog.1.64.24, cf. Poll.5.151.
Greek Monolingual
διάκορος, -ον (Α)
1. ο διακορής
2. αρκετός
3. διάβροχος, καταμουσκεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κόρος.
Greek Monotonic
διάκορος: -ον, κορεσμένος, πλήρης, τινός με κάτι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διάκορος: 1) насыщенный: ἐπεὰν δ. ἡ γῆ γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Her. когда земля вдоволь напитается водой;
2) пресытившийся: διάκοροι ἀλλήλων Xen. надоевшие друг другу.