ὑποκάρδιος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που βρίσκεται στην [[καρδιά]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ὑποκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που βρίσκεται στην [[καρδιά]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκάρδιος:''' таящийся в сердце ([[ἕλκος]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in the heart, ἕλκος, ὀργά, Theoc.11.15, 20.17.
German (Pape)
[Seite 1219] unter dem Herzen, am, im Herzen, ἕλκος, ὀργή, Theocr. 11, 15. 20, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ, ἕλκος, ὀργὴ Θεόκρ. 11. 15., 20. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au fond du cœur.
Étymologie: ὑπό, καρδία.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγ-κάρδιος, κατα-κάρδιος].
Greek Monotonic
ὑποκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που βρίσκεται στην καρδιά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάρδιος: таящийся в сердце (ἕλκος Theocr.).