κεραυνοβολέω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεραυνοβολέω:'''<b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]], λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[κεραυνόβολος]], <i>-ον</i>, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ. | |lsmtext='''κεραυνοβολέω:'''<b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]], λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[κεραυνόβολος]], <i>-ον</i>, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεραυνοβολέω:''' поражать громом, метать молнии Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3. II trans., strike therewith, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.
German (Pape)
[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.
Greek Monotonic
κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.