Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιδράσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδράσσομαι:''' Αττ. -ττομαι, αποθ., [[αρπάζω]], [[πιάνω]] ένα [[πράγμα]] με το [[χέρι]], γραπώνω, με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιδράσσομαι:''' Αττ. -ττομαι, αποθ., [[αρπάζω]], [[πιάνω]] ένα [[πράγμα]] με το [[χέρι]], γραπώνω, με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδράσσομαι:''' атт. [[περιδράττομαι]] обхватывать (τινος Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδράσσομαι Medium diacritics: περιδράσσομαι Low diacritics: περιδράσσομαι Capitals: ΠΕΡΙΔΡΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: peridrássomai Transliteration B: peridrassomai Transliteration C: peridrassomai Beta Code: peridra/ssomai

English (LSJ)

Att. περιδράττομαι,

   A grasp, τινος Ph.2.136, Hierocl. p.37 A., Plu.Cam.26, Lys. 17 : c. acc., -δεδράχθαι θαυμάσιον ἀγαθόν Phld.Mort.18 ; ἡ φύσις τοῦ παντὸς π. τὰ ἐν αὐτῇ Iamb. ap. Simp. in Cat. 375.9: abs., Ph.2.353 ; ὥσπερ ενιοι -δράττονται arrogantly claim, Phld.Rh.1.214 S.

German (Pape)

[Seite 573] att. -ττομαι, mit den Händen umfassen, Plut. Cam. 26, vgl. Lys. 17, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδράσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, κυρίως, λαμβάνω, πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, ἴχνη χειρῶν, αἷς ἀντελαμβάνετο καὶ περιεδράττετό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 26· δραχμὴν δὲ τοὺς ἓξ ὀβολούς· τοσούτους γὰρ ἡ χεὶρ περιεδράττετο, ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ, Λύσανδρ. 17· μεταφορ., ἡμεῖς τοῦ λόγου περιδραξώμεθα Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 64, 16, κλ.

French (Bailly abrégé)

saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.
Étymologie: περί, δράσσομαι.

Greek Monolingual

και περιδράττομαι, ΜΑ
1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.)
2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
3. συλλαμβάνω με τον νού, κατανοώ («τοὺς χρόνους καθ' οὕς ἥξειν ἀνείρηται περιδραττόμενοι», Ευσ.)
4. ελέγχω, διευθύνωπάντα τὰ ὄντα περιδέδρακται ἡ θεία φύσις», Ζαχ.)
αρχ.
προβάλλω αλαζονικές απαιτήσεις («ὥσπερ ἔνιοι περιδράττονται», Φίλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δράσσομαι «πιάνομαι»].

Greek Monotonic

περιδράσσομαι: Αττ. -ττομαι, αποθ., αρπάζω, πιάνω ένα πράγμα με το χέρι, γραπώνω, με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιδράσσομαι: атт. περιδράττομαι обхватывать (τινος Plut.).