συγκρατέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διατηρώ]], [[βαστώ]], [[κρατώ]] μαζί τα στρατεύματα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διατηρώ]], [[βαστώ]], [[κρατώ]] μαζί τα στρατεύματα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκρᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> держать вместе, сосредоточивать (τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως Plut.);<br /><b class="num">2)</b> содержать в себе, обволакивать, окружать (τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> удерживать в себе, задерживать, затаивать (τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰτέω Medium diacritics: συγκρατέω Low diacritics: συγκρατέω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: synkratéō Transliteration B: synkrateō Transliteration C: sygkrateo Beta Code: sugkrate/w

English (LSJ)

   A hold together, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Anaximen.2; keep troops together, Plu.Phoc.12.    2 strengthen, τὰ μέλεα Aret.SD1.5.    3 hold in, keep under control, τὸ πνεῦμα D.L.6.76; ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenhalten, festhalten, beherrschen, Plut. Phoc. 12, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κρατῶ ὁμοῦ, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ ὁμοῦ στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) ὑποστηρίζω, ἐνισχύω, Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ ἐντός, τὸ πνεῦμα Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contenir ensemble ou solidement;
2 conserver en soi ou pour soi;
3 gouverner, conserver.
Étymologie: σύν, κρατέω.

Spanish

gobernar, mantener bajo control

Greek Monotonic

συγκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ, βαστώ, κρατώ μαζί τα στρατεύματα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾰτέω: 1) держать вместе, сосредоточивать (τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως Plut.);
2) содержать в себе, обволакивать, окружать (τι Plut.);
3) удерживать в себе, задерживать, затаивать (τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plut.).