χαλκοκορυστής: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοκορυστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος ή εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''χαλκοκορυστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος ή εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοκορυστής:''' οῦ adj. m одетый в медные доспехи ([[Ἓκτωρ]] Hom.; [[Ἄρης]] HH; [[Μέμνων]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A bronze-armed, equipped with bronze, Il. 5.699, 6.199,398, al.; ὅμιλος Pi.Pae.6.108.
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, mit oder in eherner Rüstung, Il. 5, 699 u. oft.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, ὡπλισμένος διὰ χαλκοῦ, Ἰλ. Ε. 699 Ζ. 199, 398, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἱπποκορυστής.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
couvert d’une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, κορύσσω.
English (Autenrieth)
(κορύσσω): in bronze armor, brazen-clad. (Il.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. -της (πρβλ. ἱππο-κορυσ-της). Ο σχηματισμός του τ. με κατάλ. -της αντί του αναμενόμενου χαλκό-κορυς (πρβλ. τρί-κορυς) για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος ή εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοκορυστής: οῦ adj. m одетый в медные доспехи (Ἓκτωρ Hom.; Ἄρης HH; Μέμνων Hes.).