ἐφιππάζομαι: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφιππάζομαι:''' αποθ., [[εφορμώ]] [[έφιππος]] [[καταπάνω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐφιππάζομαι:''' αποθ., [[εφορμώ]] [[έφιππος]] [[καταπάνω]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφιππάζομαι:''' ездить верхом или плыть сидя верхом (ἐπὶ δελφῖνος Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A ride a tilt at, λόγοις Cratin.358. 2 ride upon, ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2; sens. obsc., Artem.1.79. 3 abs., ride, Palaeph.52, Jul.Or.2.60a.
German (Pape)
[Seite 1119] darauf reiten, ἐπί τινος, Luc. D. Mar. 6, 2; im obscönen Sinne, Artemid. 1, 79. – Cratin. bei B. A. 39, 10 sagt ἐφιππάσασθαι λόγοις, was καταδραμεῖν erklärt wird, losziehen mit Worten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιππάζομαι: ἐφορμῶ ἔφιππος κατά τινος, μεταφ., ἐφιππάσασθαι λόγοις, καταδραμεῖν, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 131· πρβλ. καθιππάζομαι. 2) ἱππεύω, ἐποχοῦμαι, δελφῖνά μοί τινα τῶν ὠκέων παράστησον· ἐφιππάσομαι γὰρ αὐτοῦ Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 2· ἐπὶ σημασίας αἰσχρᾶς, ἄνωθεν ἐπικειμένην ἢ ἐφιππαζομένην Ἀρτεμίδ. 1. 79.
French (Bailly abrégé)
aller à cheval, chevaucher.
Étymologie: ἐπί, ἱππάζομαι.
Greek Monolingual
ἐφιππάζομαι (Α)
1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι
2. ιππεύω
3. τρέχω έφιππος
4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι.
Greek Monotonic
ἐφιππάζομαι: αποθ., εφορμώ έφιππος καταπάνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφιππάζομαι: ездить верхом или плыть сидя верхом (ἐπὶ δελφῖνος Luc.).