εὐμενέτης: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμενέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. αντί [[εὐμενής]], [[ειλικρινής]] [[φίλος]], [[οπαδός]], [[καλοθελητής]], <i>εὐμενέτῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''εὐμενέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. αντί [[εὐμενής]], [[ειλικρινής]] [[φίλος]], [[οπαδός]], [[καλοθελητής]], <i>εὐμενέτῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμενέτης:''' ου adj. Hom. = [[εὐμενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, poet. for εὐμενής,
A well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. Εὐμεν-έτειρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.
English (Autenrieth)
= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).
Greek Monolingual
εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].
Greek Monotonic
εὐμενέτης: -ου, ὁ, Επικ. αντί εὐμενής, ειλικρινής φίλος, οπαδός, καλοθελητής, εὐμενέτῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενέτης: ου adj. Hom. = εὐμενής.