ἐνδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδιαφθείρω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] το [[έμβρυο]] στη [[μήτρα]].
|mltxt=[[ἐνδιαφθείρω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] το [[έμβρυο]] στη [[μήτρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδιαφθείρω:''' (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιαφθείρω Medium diacritics: ἐνδιαφθείρω Low diacritics: ενδιαφθείρω Capitals: ΕΝΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: endiaphtheírō Transliteration B: endiaphtheirō Transliteration C: endiaftheiro Beta Code: e)ndiafqei/rw

English (LSJ)

fut. -ερῶ,

   A to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.

German (Pape)

[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.

French (Bailly abrégé)

détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.

Spanish (DGE)

abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαφθείρω: (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).