οἴσω: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἴσω:''' μέλ. του [[φέρω]]. | |lsmtext='''οἴσω:''' μέλ. του [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴσω:''' дор. Thuc. οἰσῶ fut. к [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
f. de φέρω.
English (Autenrieth)
see φέρω.
Greek Monolingual
οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].
Greek Monotonic
οἴσω: μέλ. του φέρω.
Russian (Dvoretsky)
οἴσω: дор. Thuc. οἰσῶ fut. к φέρω.