διδυμοτόκος: Difference between revisions
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)]. | |mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' рождающий двойни Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A producing twins, Id.HA573b32.
German (Pape)
[Seite 616] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δίδυμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19. 3.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es producto de un doble parto, e.e. gemelo o pareja ἐὰν ὁ κριὸς ἢ ὁ τράγος ᾖ δ. ἢ ἡ μήτηρ Arist.HA 573b32.
2 que pare dos crías Aq.Ca.4.2, ἀγέλαι Gr.Nyss.Hom.in Cant.225.18, en usos alegór. del mismo pasaje, Gr.Nyss.Hom.in Cant.228.1, πρόβατα Basil.Hex.9.5, Sud.
Greek Monolingual
διδυμοτόκος, -ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος)
(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμοτόκος: рождающий двойни Arst.