ζῳογονέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζῳογονέω:''' ([[ζωός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]] ζωντανά, [[γεννώ]] ζώα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατηρώ]] κάποιον στη [[ζωή]], τον [[κρατώ]] ζωντανό, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ζῳογονέω:''' ([[ζωός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]] ζωντανά, [[γεννώ]] ζώα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατηρώ]] κάποιον στη [[ζωή]], τον [[κρατώ]] ζωντανό, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ζῳογονέω:''' <b class="num">1)</b> (по)рождать живые существа (ἡ γῆ ζῳογονοῦσα Arst.): παρθένον ἔνοπλον ζ. Luc. (о Зевсе) родить деву (Афину) в полном вооружении;<br /><b class="num">2)</b> быть плодовитым; pass. рождаться во множестве, кишеть (περὶ Θετταλίαν μνημονεύουσιν ὄφεις ζῳογονηθῆναι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о животных) быть живородящим ([[μάλιστα]] οἱ γαλεοὶ ζῳογονοῦσιν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> сохранять в живых (τὴν ψυχήν NT); pass. оставаться в живых NT.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1143] Thiere, lebendige Wesen hervorbringen, Theophr.; zeugen, πᾶν ἔμψυχον Luc. am. 19; παρθένον D. D. 8; bei S. Emp. adv. gramm. 264 steht ἐζωγονῆσθαι; beleben, Ath. VII, 298 c. Am Leben erhalten, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογονέω: παράγω, γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, παράγω, γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ φύσις ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., λαμβάνω ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) παρέχω ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = ζωγρέω, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des vers ou animalcules ; Pass. se remplir de vers.
Étymologie: ζῳογόνος.

Greek Monotonic

ζῳογονέω: (ζωός), μέλ. -ήσω,
I. παράγω ζωντανά, γεννώ ζώα, σε Λουκ.
II. διατηρώ κάποιον στη ζωή, τον κρατώ ζωντανό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ζῳογονέω: 1) (по)рождать живые существа (ἡ γῆ ζῳογονοῦσα Arst.): παρθένον ἔνοπλον ζ. Luc. (о Зевсе) родить деву (Афину) в полном вооружении;
2) быть плодовитым; pass. рождаться во множестве, кишеть (περὶ Θετταλίαν μνημονεύουσιν ὄφεις ζῳογονηθῆναι Arst.);
3) (о животных) быть живородящим (μάλιστα οἱ γαλεοὶ ζῳογονοῦσιν Plut.);
4) сохранять в живых (τὴν ψυχήν NT); pass. оставаться в живых NT.