συγγραφικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγρᾰφικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη [[συγγραφή]], [[ιδίως]] στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν, [[μιλώ]] σαν [[βιβλίο]], δηλ. με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], [[ακριβολογώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγγρᾰφικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη [[συγγραφή]], [[ιδίως]] στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν, [[μιλώ]] σαν [[βιβλίο]], δηλ. με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], [[ακριβολογώ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγρᾰφικός:''' <b class="num">1)</b> писательский, литературный ([[δεινότης]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ [[πλούσιος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> летописный, исторический: [[ἀρετὴ]] συγγραφική Luc. достоинство историографии.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφικός Medium diacritics: συγγραφικός Low diacritics: συγγραφικός Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: syngraphikós Transliteration B: syngraphikos Transliteration C: syggrafikos Beta Code: suggrafiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition, δεινότης Luc.Pisc.23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42; -ώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd.102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.

German (Pape)

[Seite 962] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.

Greek (Liddell-Scott)

συγγρᾰφικός: ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς μάλιστα ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ πλούσιος ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· δεινότης συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· ἀρετὴ καὶ κακία Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον εἶδος, μᾶλλον ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς βιβλίον ἢ ὡς συμβόλαιον, δηλ. μετὰ μεγάλης ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la rédaction d’un ouvrage, particul. d’un ouvrage en prose.
Étymologie: συγγραφή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).

Greek Monotonic

συγγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη συγγραφή, ιδίως στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, μιλώ σαν βιβλίο, δηλ. με μεγάλη ακρίβεια, ακριβολογώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συγγρᾰφικός: 1) писательский, литературный (δεινότης Luc.);
2) занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ πλούσιος Luc.);
3) летописный, исторический: ἀρετὴ συγγραφική Luc. достоинство историографии.