Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνοικονόμητος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνοικονόμητος]], -ον)<br />[[αβόλευτος]], [[ατακτοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χωρά [[πουθενά]] εξαιτίας του μεγέθους του<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]], [[άπληστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά [[κάτι]], δεν διευθύνει σωστά.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνοικονόμητος]], -ον)<br />[[αβόλευτος]], [[ατακτοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χωρά [[πουθενά]] εξαιτίας του μεγέθους του<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]], [[άπληστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά [[κάτι]], δεν διευθύνει σωστά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοικονόμητος:''' плохо ведущий хозяйство ([[ἄνθρωπος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοικονόμητος Medium diacritics: ἀνοικονόμητος Low diacritics: ανοικονόμητος Capitals: ΑΝΟΙΚΟΝΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anoikonómētos Transliteration B: anoikonomētos Transliteration C: anoikonomitos Beta Code: a)noikono/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A not set in order, unarranged, Macho ap.Ath.8.341b, Longin.33.5.    II Act., managing badly, Plu.2.517e, v.l. in Gell.12.12.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικονόμητος: -ον, ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ὁ μὴ ἐν τάξει, ἄτακτος, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341Β, Λογγῖν. 33. 5: - οὐσιαστ. -νομησία, ἡ κακὴ διοίκησις, ἀταξία, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui administre mal.
Étymologie: ἀ, οἰκονομέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas desordenado εἴ τί σοι ἀνοικονόμητόν ἐστι Macho 73, τὸ ... τῆς δημηγορίας ἀ. Heraclid.Pont.174.35, cf. Longin.33, δημηγορίας ἀ. Ast.Am.Hom.5.7.1D.
2 de pers. que administra mal ἄνθρωπος Plu.2.517e.
II adv. -ως antieconómicamente ἀναλίσκων ... ἀ. Chrys.M.60.337.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνοικονόμητος, -ον)
αβόλευτος, ατακτοποίητος
νεοελλ.
ειρων.
1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του
2. ενοχλητικός, άπληστος
αρχ.
αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικονόμητος: плохо ведущий хозяйство (ἄνθρωπος Plut.).