Λύκειον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λύκειον:''' [ῠ], τό, [[γυμνάσιο]] ή δημόσια [[παλαίστρα]] με στεγασμένους περιπάτους στο ανατολικό [[προάστιο]] των Αθηνών, ονομαζόμενο έτσι από το όνομα του γειτονικού ναού του <i>Λυκείου</i> Απόλλωνα, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.
|lsmtext='''Λύκειον:''' [ῠ], τό, [[γυμνάσιο]] ή δημόσια [[παλαίστρα]] με στεγασμένους περιπάτους στο ανατολικό [[προάστιο]] των Αθηνών, ονομαζόμενο έτσι από το όνομα του γειτονικού ναού του <i>Λυκείου</i> Απόλλωνα, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λύκειον:''' τό Ликеи (гимнасий, расположенный близ храма Аполлона Ликейского, за вост. окраиной Афин, там учил Аристотель) Plat., Xen., Arph.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λύκειον Medium diacritics: Λύκειον Low diacritics: Λύκειον Capitals: ΛΥΚΕΙΟΝ
Transliteration A: Lýkeion Transliteration B: Lykeion Transliteration C: Lykeion Beta Code: *lu/keion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A the Lyceum, a gymnasium at Athens, named after the neighbouring temple of Apollo Λύκειος, Ar.Pax356, X.HG1.1.33: a resort of Socrates, Pl.Euthphr.2a, Euthd.271a; here Aristotle used to discourse, whence his disciples were called Λύκειοι Περιπατητικοί, Elias in Cat.112.31.    II λύκειον, v. λύκιον 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

Λύκειον: [ῠ], τό, γυμνάσιον ἢ δημοσία παλαίστρα ἔχουσα ἐστεγασμένους περιπάτους ἐν τῷ ἀνατολικῷ προαστείῳ τῶν Ἀθηνῶν, κληθεῖσα ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ γείτονος ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 33. Ἐνταῦθα ἐσύχναζεν ὁ Σωκράτης, Πλάτ. Εὐθύφρων 2 Α, Εὐθύδ. 271 Α˙ ἐνταῦθα δὲ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης συνείθιζε νὰ διδάσκῃ ἢ ὁμιλῇ περιπατῶν, διὸ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐκλήθησαν Λύκειοι Περιπατητικοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοτ. Σ. 24. 9 Brandis.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le Lycée, gymnase au NE d’Athènes.
Étymologie: Λύκειος.

Greek Monotonic

Λύκειον: [ῠ], τό, γυμνάσιο ή δημόσια παλαίστρα με στεγασμένους περιπάτους στο ανατολικό προάστιο των Αθηνών, ονομαζόμενο έτσι από το όνομα του γειτονικού ναού του Λυκείου Απόλλωνα, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Λύκειον: τό Ликеи (гимнасий, расположенный близ храма Аполлона Ликейского, за вост. окраиной Афин, там учил Аристотель) Plat., Xen., Arph.