ἐκκρουστικός: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκρουστικός:''' выталкивающий, изгоняющий: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.
German (Pape)
[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκρουστικός: выталкивающий, изгоняющий: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.