βεβαίωσις: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βεβαίωσις:''' -εως, ἡ, [[επιβεβαίωση]], [[επαλήθευση]], σε Θουκ., Αισχίν. | |lsmtext='''βεβαίωσις:''' -εως, ἡ, [[επιβεβαίωση]], [[επαλήθευση]], σε Θουκ., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βεβαίωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> подтверждение, подкрепление (γνώμης Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> обеспечение, гарантирование (τῶν κτημάτων Aesch.; τῶν συμβολαίων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confirmation, β. γνώμης Th.1.140, cf. 4.87, Demetr. Lac.Herc.1012.38F., Ph.1.486, al., D.H.Rh.10.18, Hermog.Prog. 5; εἰς β. in perpetuity, ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς β. LXX Le.25.23. 2 legal warranty, Aeschin.3.249 (pl.), PTeb.311.27 (ii A. D.), etc.; βεβαιώσεως δίκη Poll.8.34.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung, γνώμης Thuc. 1, 140; συμβολαίων Plut. Sol. 14; – βεβαιώσεως δίκη Poll. 8, 34; vgl. Meier att. Proceß S. 515.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαίωσις: -εως, ἡ, ἐπικύρωσις, β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ βεβαιότης, Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε βεβαιόω. Ι. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de consolider, d’affermir;
2 action de rendre assuré ou certain.
Étymologie: βεβαιόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 confirmación c. gen. obj. τῆς γνώμης Th.1.140, παλαιᾶς ὑποσχέσεως Ph.1.486, τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.7, ἀναγωγὴν καὶ βεβαίωσιν αὐτῶν εἰς ἄνδρας ἐνδόξους ποιούμενος Plu.2.1122a, τῆς ὑπονοίας Ach.Tat.7.9.12, ἀγαθῶν Vett.Val.2.25, c. constr. prep. οὐκ ἂν μείζω πρὸς τοῖς ὅρκοις βεβαίωσιν λάβοιτε ἢ ... respecto a los juramentos no hallaréis mayor confirmación en el cumplimiento que Th.4.87, abs. ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς βεβαίωσιν la tierra no será vendida de manera definitiva LXX Le.25.23, μετὰ διορισμοῦ καὶ βεβαιώσεως Chrys.M.59.247
•en tratados de gram. y ret. βεβαίωσιν τῷ κτήτορι δηλοῦν confirma (quién es) el poseedor A.D.Synt.79.20, ὁ ἐπίλογος β. καὶ ἐπανάμνησις τῶν προαποδεδειγμένων πραγμάτων el epílogo es la confirmación y recapitulación de las cosas antes demostradas D.H.Rh.10.18, como segunda parte del exordio, donde se da la confirmación de la exposición de causas, Hermog.Prog.5.
2 jur. garantía legal τὰς βεβαιώσεις τῶν κτημάτων ὁ νόμος κελεύει ποιεῖσθαι Aeschin.3.249, εἰς βεβαίωσιν de garantía ref. a un juramento Ep.Hebr.6.16
•muy frecuente en pap. en documentos notariales de compraventa o de cesión garantía legal, caución, BGU 1130.20 (I a.C.), POxy.94.20 (I d.C.), 2720.22 (I d.C.), PSoterichos 5.34 (I d.C.), PTeb.311.27 (II d.C.), Stud.Pal.20.10.15 (II d.C.), BGU 87.31 (II d.C.), PSoterichos 27.25 (II d.C.), PMerton 109.13 (II d.C.), POxy.2723.22 (III d.C.), βεβαιώσεως δίκη Poll.8.34, Hsch.
3 gram. afirmación en gen. de afirmación de adv. τὰ δὲ βεβαιώσεως, οἷον «δηλαδή» D.T.85.1, cf. Et.Gud.86.22.
English (Abbott-Smith)
βεβαίωσις, -εως, ἡ (< βεβαιόω, q.v.), [in LXX: Le 25:23 (צְמִיתֻת), Wi 6:19*;]
confirmation: τ. εὐαγγελίου, Phl 1:7; εἰς β., He 6:16, a phrase freq. in π. of guarantee in a business transaction (Deiss., BS, 104ff.; Cremer, 140).†
English (Strong)
from βεβαιόω; stabiliment: confirmation.
English (Thayer)
βεβαιωσεως, ἡ (βεβαιόω), confirmation: τοῦ εὐαγγελίου, εἰς βεβαίωσιν to produce confidence, Thucydides, Plutarch, Dio Cass., (others).)
Greek Monotonic
βεβαίωσις: -εως, ἡ, επιβεβαίωση, επαλήθευση, σε Θουκ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
βεβαίωσις: εως ἡ1) подтверждение, подкрепление (γνώμης Thuc.);
2) обеспечение, гарантирование (τῶν κτημάτων Aesch.; τῶν συμβολαίων Plut.).