προεπιγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιγιγνώσκω]]<br />[[γνωρίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων.
|mltxt=Α [[ἐπιγιγνώσκω]]<br />[[γνωρίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων.
}}
{{elru
|elrutext='''προεπιγιγνώσκω:''' заранее узнавать: [[ἵνα]] ἐννοήσωμεν τὸ [[αἴτιον]], [[δεῖ]] προεπιγνῶναι τὸ [[ἀποτέλεσμα]] Sext. чтобы представить себе причину, нужно раньше познать следствие.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπιγιγνώσκω Medium diacritics: προεπιγιγνώσκω Low diacritics: προεπιγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proepigignṓskō Transliteration B: proepigignōskō Transliteration C: proepigignosko Beta Code: proepigignw/skw

English (LSJ)

   A recognize or observe before, S.E.P.3.22: —Pass., ib.2.119,210.

German (Pape)

[Seite 721] (s. γιγνώσκω), vorher kennen lernen, Sp.; προεπιγνωσθέν, προεπεγνωσμένον, S. Emp. pyrrh. 2, 119. 210.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιγιγνώσκω: ἐπιγιγνώσκω, ἀναγνωρίζω πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 119, 210., 3. 22.

Greek Monolingual

Α ἐπιγιγνώσκω
γνωρίζω κάτι εκ τών προτέρων.

Russian (Dvoretsky)

προεπιγιγνώσκω: заранее узнавать: ἵνα ἐννοήσωμεν τὸ αἴτιον, δεῖ προεπιγνῶναι τὸ ἀποτέλεσμα Sext. чтобы представить себе причину, нужно раньше познать следствие.