ὑπογνάμπτω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπογνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]], [[κάμπτω]] σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''ὑπογνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]], [[κάμπτω]] σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπογνάμπτω:''' досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.
German (Pape)
[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.
French (Bailly abrégé)
courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.
Greek Monolingual
Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογνάμπτω: досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH).