πρόεσις: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόεσις:''' ἡ (προΐημι), κβολή, [[εκροή]], σε Αριστ. | |lsmtext='''πρόεσις:''' ἡ (προΐημι), κβολή, [[εκροή]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> выбрасывание, испускание, выделение (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> расходование, трата: ὁ [[ἄσῳτος]] ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (προΐημι)
A sending forth, emission, [τῶν ᾠῶν] Arist. HA550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr.888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA765b21, PA663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.; π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.: pl., δακρύων -έσεις Phld.Mort.25. 2 throwing away, opp. λῆψις, Arist.EN1107b12.
German (Pape)
[Seite 722] ἡ, das Fort- oder Heraussenden, Verschwenden, Arist. eth. 2, 7 u. sonst, im Gegensatz von λῆψις.
Greek (Liddell-Scott)
πρόεσις: ἡ, (προΐημι) ἐκβολή, ἐκροή, ἔκχυσις, τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) ἀπόρριψις, ἀντίθετον τῷ λῆψις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de lâcher;
2 profusion, prodigalité.
Étymologie: προΐημι.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ προΐημι
εκροή, έκχυση («ἐν τῇ προέσει τοῡ σπέρματος», Γαλ.)
αρχ.
απόρριψη, εγκατάλειψη.
Greek Monotonic
πρόεσις: ἡ (προΐημι), κβολή, εκροή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρόεσις: εως ἡ1) выбрасывание, испускание, выделение (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);
2) расходование, трата: ὁ ἄσῳτος ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит.