φιλόχρηστος: Difference between revisions
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόχρηστος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[αγαθοσύνη]] και την [[ειλικρίνεια]], σε Ξεν. | |lsmtext='''φῐλόχρηστος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[αγαθοσύνη]] και την [[ειλικρίνεια]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόχρηστος:''' любящий честность, добро или добродетель Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loving goodness or honesty, X.Mem.2.9.4, D.H.7.62.
German (Pape)
[Seite 1288] das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχρηστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν χρηστότητα ἢ τιμιότητα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4, Διονύσ. Ἁλ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le bien, la vertu ou les gens de bien.
Étymologie: φίλος, χρηστός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηστός (πρβλ. μισό-χρηστος, πολύ-χρηστος)].
Greek Monotonic
φῐλόχρηστος: -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλόχρηστος: любящий честность, добро или добродетель Xen., Plut.