σπουδαρχιάω: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπουδαρχιάω:''' [[ενεργώ]], [[πασχίζω]] για την [[κατάληψη]] δημοσίου αξιώματος, [[θεσιθηρώ]], σε Αριστ. | |lsmtext='''σπουδαρχιάω:''' [[ενεργώ]], [[πασχίζω]] για την [[κατάληψη]] δημοσίου αξιώματος, [[θεσιθηρώ]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπουδαρχιάω:''' домогаться государственных должностей Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be eager for offices of state, canvass for them, Arist.Pol.1305a31, D.C.36.39, 55.5, Them.Or.18.224a.
German (Pape)
[Seite 925] nach Aemtern od. Ehrenstellen lüstern sein, wie σπουδαρχέω; Arist. pol. 5, 5; D. C. 36, 22, vgl. Suid.; Lob. Phryn. 81.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχιάω: εἶμαι πρόθυμος εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. σπουδαρχέω.
Greek Monotonic
σπουδαρχιάω: ενεργώ, πασχίζω για την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, θεσιθηρώ, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαρχιάω: домогаться государственных должностей Arst.