ἀλλοειδής: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]) ή ἀλλο-ῐδής, -ές ([[ἰδέα]]), αυτός που έχει διαφορετική [[εμφάνιση]], ουδ. πληθ. <i>ἀλλοειδέα</i> (που πρέπει να είναι — — —) ή <i>ἀλλοϊδέα</i>, που πρέπει να είναι — υ υ —, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀλλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]) ή ἀλλο-ῐδής, -ές ([[ἰδέα]]), αυτός που έχει διαφορετική [[εμφάνιση]], ουδ. πληθ. <i>ἀλλοειδέα</i> (που πρέπει να είναι — — —) ή <i>ἀλλοϊδέα</i>, που πρέπει να είναι — υ υ —, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλλοειδής:''' имеющий другой вид, представляющийся иным: ἀλλοειδέα [[φαινέσκετο]] πάντα Hom. все казалось чуждым. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ές
A of different form, τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα (trisyll., but perh. a)llovide/a∥ faine/ sketo pa/nta a)/nakti Od.13.194, cf. Plu. Strom.2, Plot.6.8.18. Adv. -δῶς, f.l. for στυλοειδῶς, Epicur.Ep.2p.47U.
German (Pape)
[Seite 103] ές, anders ausschend, Hom. einmal, Od. 13, 194 τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, entweder dreisylbig zu lesen, oder, wenn man die v. l. φαίνετο vorzieht, fünfsylbig, mit verdoppeltem Digamma, ἀλλοειδέα φαίνετο. Vgl. Buttmann Lexil. 2, 270. – Adv. -δῶς Diog. L. 10. 104. l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοειδής: -ές, ἔχων διάφορον εἶδος, διάφορος φαινόμενος, τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Ὀδ. Ν. 194, [[[ἔνθα]] τὸ ἀλλοειδέα εἶναι τρισύλλαβον ὡς ἐὰν ἦτο ἀλλώδη· ἐκτὸς ἂν ἀκολουθήσωμεν τὴν γνώμην τοῦ Πόρσωνος ἀποδεχόμενοι τὴν γραφὴν τοῦ Ἁρλ. χειρογράφου, ἀλλοειδέα φαίνετο, ὅ ἐ. ἀλλοFειδέα, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. θεουδὴς 3 σημ.]. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 10, 104, ἔνθα ἑλῐκοειδῶς εἶναι εἰκασία ἱκανῶς πιθανή.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a un autre aspect ; d’aspect étrange.
Étymologie: ἄλλος, εἶδος.
English (Autenrieth)
or ἀλλο-ϊδής, only neut. pl. ἀλλοϝϝειδἔ or ἀλλοϝιδέα: differentlooking, strange-looking, Od. 13.194† (cf. Od. 16.181).
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [Hom. ἀλλοειδέα trisíl.]
1 de aspecto diferente, diferente τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι Od.13.194.
2 de especie diferente ἐξ ἀλλοειδῶν ζῷων ἐγεννήθη Plu.Fr.179.1, οὐ μὴν ἀλλοειδὲς τὸ σκεδασθὲν εἴδωλον ὁ νοῦς no es de diferente especie la imagen (del Uno) esparcida, la mente Plot.6.8.18.
Greek Monolingual
ἀλλοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει διαφορετική όψη από ό,τι προηγουμένως, αλλαγμένος, αλλόκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -ειδής < εἶδος.
Greek Monotonic
ἀλλοειδής: -ές (εἶδος) ή ἀλλο-ῐδής, -ές (ἰδέα), αυτός που έχει διαφορετική εμφάνιση, ουδ. πληθ. ἀλλοειδέα (που πρέπει να είναι — — —) ή ἀλλοϊδέα, που πρέπει να είναι — υ υ —, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοειδής: имеющий другой вид, представляющийся иным: ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα Hom. все казалось чуждым.