οἰήϊον: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰήϊον:''' τό, Επικ. αντί [[οἴηξ]], [[οἴαξ]], [[πηδάλιο]], [[τιμόνι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''οἰήϊον:''' τό, Επικ. αντί [[οἴηξ]], [[οἴαξ]], [[πηδάλιο]], [[τιμόνι]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰήϊον:''' τό (= [[οἴαξ]]) руль, кормило (οἰήϊα [[νηῶν]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰήϊον Medium diacritics: οἰήϊον Low diacritics: οιήϊον Capitals: ΟΙΗΪΟΝ
Transliteration A: oiḗïon Transliteration B: oiēion Transliteration C: oiiion Beta Code: oi)h/i+on

English (LSJ)

τό, Ep. for οἴηξ, οἴαξ,

   A rudder, helm, Od.9.483 : pl., 12.218, Il.19.43.

Greek (Liddell-Scott)

οἰήϊον: τό, Ἐπικ. ἀντὶ οἴηξ, οἴαξ, Ὀδ. Ι. 483˙ ἐν τῷ πληθ., Μ. 218, Ἰλ. Τ. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gouvernail.
Étymologie: cf. οἴαξ.

Greek Monolingual

οἰήϊον, τὸ (Α)
(επικ. τ.) οἴαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ «τιμόνι, πηδάλιο», τ. σχηματισμένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών κατά τα λαισήϊον, ξεινήϊον. Ο τ. απαντά στον Όμηρο].

Greek Monotonic

οἰήϊον: τό, Επικ. αντί οἴηξ, οἴαξ, πηδάλιο, τιμόνι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰήϊον: τό (= οἴαξ) руль, кормило (οἰήϊα νηῶν Hom.).