οἰήϊον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰήϊον:''' τό, Επικ. αντί [[οἴηξ]], [[οἴαξ]], [[πηδάλιο]], [[τιμόνι]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''οἰήϊον:''' τό, Επικ. αντί [[οἴηξ]], [[οἴαξ]], [[πηδάλιο]], [[τιμόνι]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰήϊον:''' τό (= [[οἴαξ]]) руль, кормило (οἰήϊα [[νηῶν]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Ep. for οἴηξ, οἴαξ,
A rudder, helm, Od.9.483 : pl., 12.218, Il.19.43.
Greek (Liddell-Scott)
οἰήϊον: τό, Ἐπικ. ἀντὶ οἴηξ, οἴαξ, Ὀδ. Ι. 483˙ ἐν τῷ πληθ., Μ. 218, Ἰλ. Τ. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gouvernail.
Étymologie: cf. οἴαξ.
Greek Monolingual
οἰήϊον, τὸ (Α)
(επικ. τ.) οἴαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ «τιμόνι, πηδάλιο», τ. σχηματισμένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών κατά τα λαισήϊον, ξεινήϊον. Ο τ. απαντά στον Όμηρο].
Greek Monotonic
οἰήϊον: τό, Επικ. αντί οἴηξ, οἴαξ, πηδάλιο, τιμόνι, σε Όμηρ.