εὐεξέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[εὐεξέλεγκτος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον [[σόφισμα]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εξ</i>-<i>ελεγκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i>-[[ελέγχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>εξ</i>-<i>έλεγκτος</i>].
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[εὐεξέλεγκτος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον [[σόφισμα]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εξ</i>-<i>ελεγκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i>-[[ελέγχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>εξ</i>-<i>έλεγκτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεξέλεγκτος:''' легко доказуемый ([[λίαν]] [[εὐήθης]] τε χαὶ εὐ. Plat.).
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεξέλεγκτος Medium diacritics: εὐεξέλεγκτος Low diacritics: ευεξέλεγκτος Capitals: ΕΥΕΞΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: euexélenktos Transliteration B: euexelenktos Transliteration C: evekselegktos Beta Code: eu)ece/legktos

English (LSJ)

ον,

   A easy to refute, Pl.Hp.Ma.293d.

German (Pape)

[Seite 1064] verstärktes εὐέλεγκτος, Plat. Hipp. mai. 293 d; Apol. 33 c = leicht zu erforschen, bessere Lesart εὐέλεγκτα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεξέλεγκτος: -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.

Greek Monolingual

-η, -ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, -ον)
αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-ελεγκτος (< εξ-ελέγχω), πρβλ. αν-εξ-έλεγκτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐεξέλεγκτος: легко доказуемый (λίαν εὐήθης τε χαὶ εὐ. Plat.).