θεσμοθετεῖον: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θεσμοθετεῑον και [[θεσμοθέτιον]] και [[θεσμοθέσιον]], τὸ (Α) [[θεσμοθέτης]]<br />[[αίθουσα]] όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι [[εννέα]] άρχοντες. | |mltxt=θεσμοθετεῑον και [[θεσμοθέτιον]] και [[θεσμοθέσιον]], τὸ (Α) [[θεσμοθέτης]]<br />[[αίθουσα]] όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι [[εννέα]] άρχοντες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεσμοθετεῖον:''' τό тесмотетей (место собрания тесмотетов) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (-θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt.337d, Suid.s.v. ἄρχων.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοθετεῖον: τό, ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ συνήρχοντο οἱ θεσμοθέται, Λατ. basilica Thesmothetarum, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 4, 7. 8. Πλούτ. 2. 613B˙ ὡσαύτως θεσμοθέσιον, τό, αὐτόθι 714B, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 337D· -θέτιον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πρυτανεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. θεσμοθέσιον.
Greek Monolingual
θεσμοθετεῑον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθέτης
αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοθετεῖον: τό тесмотетей (место собрания тесмотетов) Plut.