ἀμάρακον: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμάρᾰκον:''' [ᾰμᾰ], τό και ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. [[amaracum]], [[amaracus]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀμάρᾰκον:''' [ᾰμᾰ], τό και ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. [[amaracum]], [[amaracus]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμάρᾰκον:''' τό и ἀμάρακος (μᾱ) ὁ бот. майоран Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰμᾱ], τό, and ἀμάρᾰκος, ὁ,
A marjoram, Origanum Majorana, Pherecr.131.3 (gender uncertain); masc. in Chaerem.14.16; Thphr. has both, HP6.1.1 (-ος), 1.9.4 (-ον), cf. Nic.Th.575, APl.4.188 (Nicias). II = σάμψουχον, Dsc.3.39, Gal.11.823.
German (Pape)
[Seite 116] τό, und ἀμάρακος, ὁ, ein Zwiebelgewächs, Theophr.; Phereer. Ath. XV, 685 a. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. σάμψυχον hieß, unser Majoran, Mel. 1, 41 (IV, 1); Philp. 1 (IV, 2); vgl. Nic. Th. 575.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάρᾰκον: [ᾰμᾰ], τό, καὶ ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amãracum, amaracus, πρῶτον παρὰ Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 2, ἔνθα τὸ γένος δὲν διακρίνεται· τὸ ἀρσ., Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β: ὁ Θεόφραστος ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους· πρβλ. Ἱ. Φ. 6. 1, 1., 1. 9, 4: - ἀμάρατον, ἡμαρτ. γραφὴ ἀντὶ -ακον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 188. - Τὸ παρ’ Ἕλλησι (Νικ. Θ. 575) πιθανῶς ἦτο βολβῶδες φυτόν: τὸ δὲ ξένον, καλούμενον Περσικὸν ἢ Αἰγυπτιακόν, ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν «μαντζουράναν», τὸ κυρίως σάμψυχον, Διοσκ. 3. 47.
Spanish (DGE)
(ἀμάρᾰκον) -ου, τό
• Alolema(s): tb. ἀμάρᾰκος, ὁ Chaerem.14.16, Thphr.HP 6.1.1
• Prosodia: [ᾰμᾱ-]
I 1bot. mejorana o almoradux, Origanum maiorana L., Hp.Nat.Mul.104, Pherecr.131.3, Chaerem.l.c., Thphr.HP 1.9.4, 6.1.1, 9.7.3, CP 1.4.1, Nic.Th.575, AP 4.1.41 (Mel.), 16.188 (Nic.), Artem.1.77, Dsc.3.39, Gal.11.823, Verg.Aen.1.693, Plin.HN 13.14, 21.37, 67.
2 perfume o ungüento de mejorana Plin.HN 21.163, Poll.6.104.
II bot. matricaria, Chrysanthemum parthenium Bemh., Plin.HN 21.176.
• Etimología: Prob. rel. ai. maruva(ka)- siendo préstamo no ide. en ambas lenguas.
Greek Monotonic
ἀμάρᾰκον: [ᾰμᾰ], τό και ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amaracum, amaracus, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάρᾰκον: τό и ἀμάρακος (μᾱ) ὁ бот. майоран Anth.