ψύλλο: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(47c) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(στους [[Σκύθες]]) [[βαρβαρισμός]] [[αντί]] της λ. [[ψύλλος]]. | |mltxt=Α<br />(στους [[Σκύθες]]) [[βαρβαρισμός]] [[αντί]] της λ. [[ψύλλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψύλλο:''' Arph. в произнош. скифа = [[ψύλλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
English (LSJ)
barbarism for ψύλλα in Ar.Th.1180.
German (Pape)
[Seite 1402] statt ψύλλος sagt der Scythe bei Ar. Thesm. 1180.
Greek (Liddell-Scott)
ψύλλο: ἢ ψύλλος, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμοφορ. 1180, ἔνθα ὁμιλεῖ ὁ Σκύθης τοξότης (ὡς ὁ ἐν Παρισίοις Ψυχάρης νῦν): ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κώδιο.
Greek Monolingual
Α
(στους Σκύθες) βαρβαρισμός αντί της λ. ψύλλος.
Russian (Dvoretsky)
ψύλλο: Arph. в произнош. скифа = ψύλλα.