σμηνοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμηνοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σμηνοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σμηνοδόκος:''' обирающий пчелиный рой ([[γειομόρος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηνοδόκος Medium diacritics: σμηνοδόκος Low diacritics: σμηνοδόκος Capitals: ΣΜΗΝΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: smēnodókos Transliteration B: smēnodokos Transliteration C: sminodokos Beta Code: smhnodo/kos

English (LSJ)

ον,

   A keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 910] einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).

Greek (Liddell-Scott)

σμηνοδόκος: -ον, ὁ περιέχων σμῆνος μελισσῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 438.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recueille un essaim d’abeilles.
Étymologie: σμῆνος, δέκομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.

Greek Monotonic

σμηνοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σμηνοδόκος: обирающий пчелиный рой (γειομόρος Anth.).