δυσεπιβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεπιβούλευτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[στόχος]] μυστικής επίθεσης, [[στόχος]] εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσεπιβούλευτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[στόχος]] μυστικής επίθεσης, [[στόχος]] εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεπιβούλευτος:''' почти неуязвимый для скрытых замыслов (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεπιβούλευτος Medium diacritics: δυσεπιβούλευτος Low diacritics: δυσεπιβούλευτος Capitals: ΔΥΣΕΠΙΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysepiboúleutos Transliteration B: dysepibouleutos Transliteration C: dysepivoyleftos Beta Code: dusepibou/leutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to attack secretly, X.Eq.Mag.4.11 (Comp.), Ages.6.7 (Sup.).    2 hard to damage, Apollod.Poliorc.139.7.

German (Pape)

[Seite 679] dem man schwer nachstellen kann, Xen. Ages. 6, 7, im superl., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπιβούλευτος: -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui ou contre quoi il est difficile de prendre des mesures.
Étymologie: δυσ-, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

-ον
milit.
1 de pers. y lugares difícil de atacar por sorpresa αὐτοὶ μὲν δυσεπιβουλευτότεροί εἰσιν ἀφανεῖς ὄντες de soldados apostados, X.Eq.Mag.4.11, τόπος Plu.2.275b, de un ejército en alerta, X.Ages.6.7.
2 de ingenios de guerra al que es difícil alcanzar, difícil de dañar Apollod.Poliorc.139.7, 170.12.

Greek Monolingual

δυσεπιβούλευτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί
2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται.

Greek Monotonic

δυσεπιβούλευτος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται στόχος μυστικής επίθεσης, στόχος εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσεπιβούλευτος: почти неуязвимый для скрытых замыслов (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).