ἀνεπινόητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπινόητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] να κατανοήσει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατανόητος]].
|mltxt=[[ἀνεπινόητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] να κατανοήσει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατανόητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπινόητος:''' <b class="num">1)</b> непонятный, непостижимый ([[σημεῖον]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> не знающий, незнакомый (τινος Diod.).
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπινόητος Medium diacritics: ἀνεπινόητος Low diacritics: ανεπινόητος Capitals: ΑΝΕΠΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: anepinóētos Transliteration B: anepinoētos Transliteration C: anepinoitos Beta Code: a)nepino/htos

English (LSJ)

ον,

   A unintelligible, σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94; inconceivable, unthinkable, S.E.P. 2.104, Dam.Pr.22. Adv. -τως inconceivably, Procl. in Prm.p.864S., Id.in Ti.1.3D.    2 Act., having no experience of, τινός D.S.2.59.    3 = sine adinventione, Just.Nov.59.7.

German (Pape)

[Seite 225] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπινόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄγνωστος, καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν ἐπίνοια ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) ἀνίκανος νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ininteligible σημεῖα D.S.19.94, S.E.P.2.104, Dam.Pr.22, ἡ φαντασία S.E.P.2.70, cf. Hsch.
2 desconocedor χυμῶν D.S.2.59.
II adv. -ως de manera inconcebible ἔχει πως τὰς ... αἰτίας ... ἀφράστως καὶ ἀνεπινοήτως Procl.in Prm.1107.12, cf. S.E.P.3.145.

Greek Monolingual

ἀνεπινόητος, -ον (AM)
αυτός που δεν είναι ικανός να κατανοήσει κάτι
αρχ.
1. ο δυσνόητος
2. ο ακατανόητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπινόητος: 1) непонятный, непостижимый (σημεῖον Sext.);
2) не знающий, незнакомый (τινος Diod.).