θεοπειθής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεοπειθής]], -ές (AM)<br />αυτός που υπακούει στον θεό, ο [[ευσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πείθομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>πειθής</i>]. | |mltxt=[[θεοπειθής]], -ές (AM)<br />αυτός που υπακούει στον θεό, ο [[ευσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πείθομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>πειθής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοπειθής:''' повинующийся богам (ψυχαί Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A obedient to God, ὑπακοή Hierocl.in CA 24p.473M.
German (Pape)
[Seite 1197] ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπειθής: -ές, ὑπήκοος τῷ θεῷ, εὐπειθὴς αὐτῷ, Ἀνθ. Π. 1. 119, 25, - Ἐπίρρ. -θῶς, Εὐστ. Πονημ. 75. 50.
Greek Monolingual
θεοπειθής, -ές (AM)
αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ-πειθής, ταχυ-πειθής].
Russian (Dvoretsky)
θεοπειθής: повинующийся богам (ψυχαί Anth.).