περίφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
|lsmtext='''περίφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=περίφοιτος -ον [περί, φοῖτος] rondwentelend:. ἔργα... πεύσῃ περίφοιτα σελήνης jij zult de rondwentelende actie van de maan leren kennen Parm. B 10.4. rondzwervend:. μισέω καὶ περίφοιτον ἐρώμενον en ik haat ook de beminde die van hand tot hand gaat AP 12.43.3.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφοιτος Medium diacritics: περίφοιτος Low diacritics: περίφοιτος Capitals: ΠΕΡΙΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: períphoitos Transliteration B: periphoitos Transliteration C: perifoitos Beta Code: peri/foitos

English (LSJ)

ον,

   A revolving, ἔργα σελήνης Parm.10.4; of persons, wandering about, Call.Epigr.30.3,39.2, Nonn.D.3.297, al.; ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη Ph.1.484 ; but f.l. for περίφημον, Id.2.248.

German (Pape)

[Seite 599] umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).

Greek (Liddell-Scott)

περίφοιτος: -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; ou simpl. qui tourne autour;
2 autour de qui l’on rôde.
Étymologie: περί, φοιτάω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφοιτώ
1. ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική κίνηση
2. εκείνος που πάει εδώ κι εκεί, ο άστατος.

Greek Monotonic

περίφοιτος: -ον (φοιτάω), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφοιτος -ον [περί, φοῖτος] rondwentelend:. ἔργα... πεύσῃ περίφοιτα σελήνης jij zult de rondwentelende actie van de maan leren kennen Parm. B 10.4. rondzwervend:. μισέω καὶ περίφοιτον ἐρώμενον en ik haat ook de beminde die van hand tot hand gaat AP 12.43.3.