ζάχρυσος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζάχρῡσος:''' -ον, αυτός που είναι [[πλούσιος]] σε [[χρυσάφι]], που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ. | |lsmtext='''ζάχρῡσος:''' -ον, αυτός που είναι [[πλούσιος]] σε [[χρυσάφι]], που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζάχρυσος -ον [ζα-, χρυσός] rijk aan goud. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rich in gold, Θρῃκία, ἐμπολά, E.Alc.498, IT1111 (lyr.): in late Prose, Lib.Or.11.140.
German (Pape)
[Seite 1136] reich an Gold, Θρῃκία Eur. Alc. 501, δώματα Rhes. 439, ἐμπολή, Gold einbringender Verkauf, I. T. 1101, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ζάχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, πολύχρυσος, Εὐρ. Ἀλκ. 498, Ι. Τ. 1111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli d’or.
Étymologie: ζα-, χρυσός.
Greek Monolingual
ζάχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρυσός.
Greek Monotonic
ζάχρῡσος: -ον, αυτός που είναι πλούσιος σε χρυσάφι, που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάχρυσος -ον [ζα-, χρυσός] rijk aan goud.