πλατάγημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτάγημα:''' -ατος, τό ([[πλαταγέω]]), [[κρότος]], [[πλατάγισμα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πλᾰτάγημα:''' -ατος, τό ([[πλαταγέω]]), [[κρότος]], [[πλατάγισμα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγημα Medium diacritics: πλατάγημα Low diacritics: πλατάγημα Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗΜΑ
Transliteration A: platágēma Transliteration B: platagēma Transliteration C: platagima Beta Code: plata/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.

Greek Monotonic

πλᾰτάγημα: -ατος, τό (πλαταγέω), κρότος, πλατάγισμα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.