σωρεία: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(40) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />συσσωρευμένη [[ποσότητα]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] (α. «[[σωρεία]] εγγράφων» β. «[[σωρεία]] επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκέντρωση]] σε σωρό, [[σχηματισμός]] σωρού<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]] («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μαθημ.</b><br /><b>1.</b> [[άθροιση]], [[συνυπολογισμός]]<br /><b>2.</b> αριθμητική [[πρόοδος]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />συσσωρευμένη [[ποσότητα]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] (α. «[[σωρεία]] εγγράφων» β. «[[σωρεία]] επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκέντρωση]] σε σωρό, [[σχηματισμός]] σωρού<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]] («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μαθημ.</b><br /><b>1.</b> [[άθροιση]], [[συνυπολογισμός]]<br /><b>2.</b> αριθμητική [[πρόοδος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σωρεία -ας, ἡ [σωρεύω] opeenstapeling. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A heaping up, ἡ ἐπὶ τοσοῦτο σ. Plu.Oth.14. 2 summation, Porph.Sent.36, Iamb.in Nic.p.81 P., al. 3 arithmetical progression, Theol.Ar.21.
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, das Häufen, Anhäufen; Plut. Otho 14; – auch = σωρός, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σωρεία: ἡ, ἐπισώρευσις, ἡ ἐπὶ ταὐτὸ σωρεία καὶ συμφόρησις Πλουτ. Ὄθων 14. 2) = σωρός, τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 769Β· κατὰ σωρείαν, ἐν σωρῷ, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρώπ. σ. 128, Ἰαμβλ., κλπ. ΙΙ. ἡ χρῆσις σωρείτου, φιλοσόφων σωρεία Τατιαν. πρὸς Ἕλληνας σ. 99, 6.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σωρεύω
συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.-αρχ.
1. συγκέντρωση σε σωρό, σχηματισμός σωρού
2. συνδυασμός («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)
αρχ.
μαθημ.
1. άθροιση, συνυπολογισμός
2. αριθμητική πρόοδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωρεία -ας, ἡ [σωρεύω] opeenstapeling.