δαϊόφρων: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαϊόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, [[άθλιος]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δαϊόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, [[άθλιος]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαϊόφρων -ον [δάϊος, φρήν] met ongelukkig hart. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A unhappy in mind, miserable, A.Th.918 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 515] γόος Aesch. Spt. 901, Conj. für δαΐφρων, Elendes denkend, kläglich.
Greek (Liddell-Scott)
δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ δυστυχίας σκεπτόμενος, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 919· ἀντίθ. τῷ φιλογαθής.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
d’une âme attristée (gémissement).
Étymologie: δάϊος, φρήν.
Spanish (DGE)
(δᾱϊόφρων) -ονος
que tiene una mente desdichada, desdichado, γόος αὐτόστονος ... δ. A.Th.918.
Greek Monolingual
δαϊόφρων (-ονος), ο, η (Α)
θλιβερός, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι) + -φρων < φρην (φρενός)].
Greek Monotonic
δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, άθλιος, δυστυχής, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαϊόφρων -ον [δάϊος, φρήν] met ongelukkig hart.